- προσωφέλημα
- προσωφέλ-ημα, ατος, τό,A help or aid in a thing, c. gen.,
παισὶν . . π. χρημάτων E.Med.611
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παισὶν . . π. χρημάτων E.Med.611
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσωφέλημα — help neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωφέλημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [προσωφελῶ] βοήθεια ή ωφέλεια σε κάτι ή επιπρόσθετη βοήθεια («εἴ τι βούλει παισὶν... προσωφέλημα χρημάτων ἐμῶν λαβεῑν», Ευρ.) … Dictionary of Greek